αγελαιοτροφικη

αγελαιοτροφικη
    ἀγελαιοτροφική
     (sc. τέχνη) искусство ухода за стадами, животноводство Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αγελαιοτροφικη" в других словарях:

  • ἀγελαιοτροφική — ἀγελαιοτροφικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγελαιοτροφικός — ἀγελαιοτροφικός, ή, όν (Α) [*ἀγελαιοτρόφος] 1. ο σχετικός με την αγελαιοτροφία ή αυτός που είναι κατάλληλος γι’ αυτή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ αγελαιοτροφική η αγελαιοτροφία* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»